αζαλίκωτος

αζαλίκωτος
(I)
-η, -ο [ζαλικώνω]
1. αυτός που δεν έχει στην πλάτη του ζαλίκι, φορτίο, ο αζάλωτος*
2. ο χωρίς οικογενειακά βάρη, άγαμος.
————————
(II)
-η, -ο [αζαλικώνομαι]
αυτός που δεν αζαλικώθηκε, δεν έπαθε ο αζάλικάς του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”